ἤρους

ἤρους
ἀρόω
plough
imperf ind act 2nd sg (attic epic ionic)
ἦρος
masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • νυκτίγαμος — νυκτίγαμος, ον (Α) αυτός που έρχεται σε γάμο κατά τη διάρκεια τής νύχτας, δηλ. κρυφά («Ἡροῡς νυκτιγάμου», Μουσαί.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νυκτι (βλ. ετυμολ. λ. νύχτα) + γάμος) …   Dictionary of Greek

  • Γκριλπάρτσερ, Φραντς — (Franz Grillparzer, Βιέννη 1791 – 1872).Αυστριακός ποιητής και θεατρικός συγγραφέας. Διακρινόταν από μία προδιάθεση προς την κατήφεια και τη μελαγχολία, που επηρέασε το έργο του. Στο γράψιμό του συνδυάζονται το ισπανικό δράμα σε ύφος μπαρόκ και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”